- ἰαμβοποιός
- ἰαμβοποιόςwriter of lampoonsmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιαμβοποιός — ο (Α ἰαμβοποιός) ο ιαμβογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + ποιος (< ποιώ)] … Dictionary of Greek
ἰαμβοποιοί — ἰαμβοποιός writer of lampoons masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰαμβοποιούς — ἰαμβοποιός writer of lampoons masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰαμβοποιόν — ἰαμβοποιός writer of lampoons masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… … Dictionary of Greek
ιαμβοποιώ — ἰαμβοποιῶ, έω (Α) [ιαμβοποιός] 1. γράφω ιάμβους 2. παρωδώ … Dictionary of Greek
ἰαμβοποιοῖς — ἰαμβοποιέω parody pres opt act 2nd sg (attic epic doric) ἰαμβοποιός writer of lampoons masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰαμβοποιοῦ — ἰ̱αμβοποιοῦ , ἰαμβοποιέω parody imperf ind mp 2nd sg (attic) ἰαμβοποιέω parody pres imperat mp 2nd sg (attic) ἰαμβοποιέω parody imperf ind mp 2nd sg (attic) ἰαμβοποιός writer of lampoons masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰαμβοποιῶν — ἰαμβοποιέω parody pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἰαμβοποιός writer of lampoons masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)